- θυελλόπους
- θῠελλό-πους, ὁ, ἡ, gen. ποδος,A storm-footed, storm-swift, Nonn.D. 37.441.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυελλόπους — θυελλόπους, οδος ὁ (Α) αυτός που είναι γρήγορος σαν θύελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + πους (< πους), πρβλ. εξά πους, πολύ πους] … Dictionary of Greek
θυελλοπόδων — θυελλόπους storm footed masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek